-
1 ἐπι-μιμνήσκω
ἐπι-μιμνήσκω (s. μιμνήσκω), nur Sp. – Gew. med., aor. ἐπεμνησάμην, u. bei den Attikern gewöhnlich ἐπεμνήσϑην, u. fut. neben ἐπιμνήσομαι auch ἐπιμνησϑήσομαι, Her. 2, 3 u. D. S. 14, 117; sich woran erinnern, gedenken; ἐπιμνησαίμεϑα χάρμης, an den Kampf gedenken, an den Kampf gehen, Il. 17, 103; τοῦ ὅγ' ἐπιμνησϑείς Od. 1, 31; ὅτ' ἐπιμνησαίμεϑα σεῖο 4, 191; in tmesi, ἐπὶ δὲ μνήσασϑε ἕκαστος παίδων Il. 15, 662; ἐπεὶ δὲ ἐπεμνησάμην ἀμειλίχων πόνων, erwähnen, Aesch. Ch. 614; μηδ' ἐπιμνησϑῇς ἔτι Τροίας Soph. Phil. 1386; so mit dem gen. Her. 1, 5. 177; Thuc. 1, 97 u. Folgde; ϑαμὰ ἐπιμέμνηνται Σωκράτους Plat. Lach. 180 e, sie sprechen oft von Sokrates; διὰ βραχέων ἐπιμνηστέον Tim. 20 e; περί τινος, Her. 2, 101; καὶ περὶ γυναικῶν ἐπεμνήσϑημεν ὡς..., Plat. Tim. 18 c; Xen. Cyr. 1, 6, 12 u. Sp., wie D. Sic. 14, 117; Her. vrbdt auch τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν, 6, 136, wie der acc. der Pronomina sich bei ihm findet, τοσαῦτα ἐπιμνησϑέντες, soviel erwähnend, anführend, 1, 14, vgl. 2, 3; auch mit ὅτι, ἐπεμνήσϑη τις, ὅτι καταλελοίποιεν Xen. Hell. 3, 2, 8.
-
2 ἐπιμιμνήσκομαι
A- μνήσομαι Hdt.1.5
, etc., rarely - μνησθήσομαι (Hdt.2.3, D.19.276): [tense] aor.- εμνήσθην Od.1.31
, Hdt.1.85, etc.,- εμνησάμην Il.17.103
, A.Ch. 623 (lyr.), etc.: [tense] pf. ἐπιμέμνημαι, late (i A.D.):—bethink oneself of, remember, think of, c. gen.,ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων Il.15.662
; κ'.. ἐπιμνησαίμεθα χάρμης we would think of battle, 17.103;τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς Od.1.31
,4.189 (the only parts of the Verb used by Hom.).2. make mention of, ἐπιμνησαίμεθα σεῖο ib. 191, cf. Hdt.1.5,85, A.Ch.l.c., S.Ph. 1400, etc.; οὗ δ' ἐπεμνήσθην `but, by the way', Herod.5.53, cf. 6.42; alsoἐ. περί τινος Hdt.2.101
, X.Cyr.1.6.12, Pl.Mx. 239c, etc.: with neut. pron. in acc.,τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες Hdt.1.14
, cf. 2.3; with gen. and acc.,τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν Id.6.136
; alsoἐ. ὅτι.. X.HG3.2.8
;ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς.. Pl.Ti. 18c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμιμνήσκομαι
-
3 καίπερ
καίπερ, in Hom. always with a word between (exc.II although, albeit, usu. c. part.,καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ 1.577
; ;καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαώς 5.135
;καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Od.17.555
: so in later Poets,κ. ἀχνύμενος Pi.I.8(7).4
, cf. N.6.6;καὶ θοῦρός περ ὤν A.Fr.199.2
;κ. αὐθάδη φρονῶν Id.Pr. 907
;κ. οὐ στέργων ὅμως Id.Th. 712
;κ. οὐ δύσοργος ὤν S.Ph. 377
: preceded by ὅμως, Pl. R. 495d: the part. must freq. be supplied, καὶ θεός περ [ὤν] A.Ag. 1203; γιγνώσκω σαφῶς, κ. σκοτεινὸς [ὤν], ; also εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ [ ἐρυόμενος],..ἐρύεσθαι Il.9.247
; ἐπιμνησαίμεθα Χάρμης, καὶ πρὸς δαίμονά περ [ μαχούμενοι] 17.104; λέγεις ἀληθῆ, κ. ἐκ μακροῦ Χρόνου [ λέγων] S.OT 1141; ἀλλ' ἔστιν ὧν δεῖ, κ. οὐ πολλῶν ἄπο, = καίπερ οὐ πολλῶν ὄντων, Id.Ph. 647: with finite Verbs only as dub. l., κ. ἔχει (leg. καἴπερ) Pi.N.4.36; κ. (leg. καίτοι)ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Pl.Smp. 219c
. -
4 ἐπιμιμνήσκω
ἐπι-μιμνήσκω, sich woran erinnern, gedenken; ἐπιμνησαίμεϑα χάρμης, an den Kampf gedenken, an den Kampf gehen; ἐπεὶ δὲ ἐπεμνησάμην ἀμειλίχων πόνων, erwähnen; ϑαμὰ ἐπιμέμνηνται Σωκράτους, sie sprechen oft von Sokrates; τοσαῦτα ἐπιμνησϑέντες, soviel erwähnend, anführend
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий